- κλύδωνα
- κλύδωνwavemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλύδων' — κλύδωνα , κλύδων wave masc acc sg κλύδωνι , κλύδων wave masc dat sg κλύδωνε , κλύδων wave masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боурѧ — БОУР|Ѧ (120), Ѣ ( Ѧ) с. Буря: слава бо земльна˫а роугаѥть сѩ любѩштиимъ ю. припахноувъши бо въ мало времѩ чл҃вкоу. ˫ако боурѩ вѣтрьнѩ˫а. Изб 1076, 33 об.; вънезапоу приде боурѩ люта и пагоубьна. (καταιγίς) ЖФСт XII, 101 об.; ˫ако опростиша… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
LIGEA — Λιγεῖα Gr. nympha, Nerei et Doridis filia, a cantûs suavitate dicta. Virg. Georg. l. 4. Et quidem una ex tribus Sirenibus, quae postquam in mare se praecipitavêre, earum Defunctarum corpora variis litoribus ac locis illata sunt; et Parthenopes… … Hofmann J. Lexicon universale
κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… … Dictionary of Greek
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek
προσεπεγείρω — Α εξεγείρω περισσότερο («προσεπεγείρειν κλύδωνα τοῑς ὕδασι», Θεοφύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπεγείρω «ξεσηκώνω»] … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek